φυραίνω

φυραίνω
Ν
1. ελαττώνομαι σε βάρος ή σε όγκο
2. μαζεύω, ζαρώνω
3. φρ. «φύρανε το μυαλό του»
μτφ. έχει χάσει τις πνευματικές του ικανότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύρω / φυρῶ, κατά τα ρ. σε -αίνω. Η σημ. «αναμιγνύω, ζυμώνω» τού αρχ. ρ. εξελίχθηκε στη νεοελλ. σημ. «μαζεύω, ελαττώνομαι, συρρικνώνομαι», λόγω τού ότι το αλεύρι, όταν ζυμώνεται, ελαττώνεται σε όγκο, και μτφ. «χάνω τις πνευματικές ικανότητές μου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φυραίνω — φυραίνω, φύρανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φυραίνω — φύρανα, φυραμένος 1. αμτβ., γίνομαι φυρός (βλ. λ.), μειώνομαι σε όγκο ή βάρος (ή και στα δύο), παθαίνω φύρα. 2. ζαρώνω, μαζεύω, γίνομαι μικρότερος ή λιγότερος (από την επίδραση ιδίως της θερμότητας), μπαίνω: Φύρανε η πόρτα. 3. γίνομαι ανόητος,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυρονεριά — η, Ν το τράβηγμα τού νερού τής θάλασσας, η άμπωτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυρώ / φυραίνω + νερό (πρβλ. φουσκο νεριά)] …   Dictionary of Greek

  • φυρόμυαλος — η, ο, Ν αυτός τού οποίου έχει φυράνει το μυαλό, που μιλάει ή ενεργεί ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυρώ / φυραίνω + μυαλος (< μυαλό), πρβλ. στενό μυαλος (βλ. και λ. φυρός)] …   Dictionary of Greek

  • irosi — IROSÍ, irosesc, vb. IV. tranz. şi refl. A (se) consuma făcând risipă, a (se) cheltui în mod uşuratic, a (se) împrăştia în exces; a (se) pierde, a (se) risipi. ♦ refl. (Despre oameni) A depune eforturi (mari şi) inutile într o anumită direcţie. –… …   Dicționar Român

  • φυρώ — φύρασα, αμτβ., φυραίνω (βλ. λ.): Εφύρασεν η θάλασσα κι επλέψαν οι κα(β)ούροι (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”