φυραίνω — φυραίνω, φύρανα βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φυραίνω — φύρανα, φυραμένος 1. αμτβ., γίνομαι φυρός (βλ. λ.), μειώνομαι σε όγκο ή βάρος (ή και στα δύο), παθαίνω φύρα. 2. ζαρώνω, μαζεύω, γίνομαι μικρότερος ή λιγότερος (από την επίδραση ιδίως της θερμότητας), μπαίνω: Φύρανε η πόρτα. 3. γίνομαι ανόητος,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυρονεριά — η, Ν το τράβηγμα τού νερού τής θάλασσας, η άμπωτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυρώ / φυραίνω + νερό (πρβλ. φουσκο νεριά)] … Dictionary of Greek
φυρόμυαλος — η, ο, Ν αυτός τού οποίου έχει φυράνει το μυαλό, που μιλάει ή ενεργεί ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυρώ / φυραίνω + μυαλος (< μυαλό), πρβλ. στενό μυαλος (βλ. και λ. φυρός)] … Dictionary of Greek
irosi — IROSÍ, irosesc, vb. IV. tranz. şi refl. A (se) consuma făcând risipă, a (se) cheltui în mod uşuratic, a (se) împrăştia în exces; a (se) pierde, a (se) risipi. ♦ refl. (Despre oameni) A depune eforturi (mari şi) inutile într o anumită direcţie. –… … Dicționar Român
φυρώ — φύρασα, αμτβ., φυραίνω (βλ. λ.): Εφύρασεν η θάλασσα κι επλέψαν οι κα(β)ούροι (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)